- οιστρηλασία
- η уст. вспышка восторга, воодушевления, энтузиазма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οἰστρηλασίᾳ — οἰστρηλασίᾱͅ , οἰστρηλασία mad passion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιστρηλασία — η (Α οἰστρηλασία) [οιστρήλατος] 1. διέγερση σε βαθμό μανίας η οποία οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου 2. παράφορο πάθος νεοελλ. ζωηρός ενθουσιασμός, έξαψη … Dictionary of Greek
οιστρηλασία — η 1. διέγερση του τσιμπημένου από τον οίστρο. 2. μτφ., παραφορά, ορμή, έξαψη ενθουσιασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰστρηλασίας — οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem acc pl οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρηλασίαν — οἰστρηλασίᾱν , οἰστρηλασία mad passion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)